- ομηγύριος
- ὁμηγύριος, αττ. τ. και δωρ. τ. ὁμαγύριος, ὁ (Α) [ομήγυρις]1. αυτός που συγκεντρώνει, που συγκαλεί2. χαρμόσυνος, χαρούμενος, εύθυμος3. προσωνυμία τού Διός στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Αίγιο ως προστάτη τών ομηγύρεων.
Dictionary of Greek. 2013.